- παρακεντητής
- παρακεντ-ητής, οῦ, ὁ,A one who taps or couches, Id.Thras.24, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρακεντητής — ὁ, Α [παρακεντώ] αυτός που διενεργεί παρακέντηση, λ.χ. σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταράκτη τού ματιού … Dictionary of Greek
παρακεντητοῦ — παρακεντητής one who taps masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακεντητήν — παρακεντητής one who taps masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακεντητικός — ή, όν, Α [παρακεντητής] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρακέντηση … Dictionary of Greek